-
1 ἀναλέγω
A- λέξω Ar.Av.50
<*>: [dialect] Ep. [tense] aor. inf. ἀλλέξαι:—[voice] Med., v. infr.:—pick up, gather up, ὀστέα ἀλλέξαι Il.21.321;ὀστέα.. ἄλλεγον ἐς φιάλην 23.253
;ἀνά τ' ἔντεα καλὰ λέγοντες 11.755
; ἐκ βίβλων ἀ. collect materials from books, IG3.716:—[voice] Med., pick up for oneself,τοὺς στατῆρας Hdt.3.130
; [σκώληκας] ἀ. τῇ γλώττῃ, of the woodpecker, Arist.HA 614b1; ἀ. πνεῦμα collect one's breath, AP12.132 (Mel.); select or take up a theme for discussion, Ps.-Alex. Aphr. in SE17.15.II in [voice] Med., reckon up,τὸν χρόνον Plu.Lyc.1
:— [voice] Pass. (with [tense] fut.ἀναλέξομαι Them. in Ph.132.7
), being recounted,X.
An.2.1.17.III in [voice] Med., read through,τὸ περὶ ψυχῆς γράμμ' ἀναλεξάμενος Call.Epigr. 25
;συχνὰς ἀναλεξάμενος γραφάς D.H.1.89
;ἐκ γραμμάτων ἀ. τι Plu. 2.582a
:—[voice] Pass., Σαπφοῦς -ομένης ib.711d.2 [voice] Med., recover, ἀπὸ τῆς καταπλήξεως dub. in D.S.32.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλέγω
См. также в других словарях:
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek